Προσβολή για την αγιοτόκο Θεσσαλονίκη η «κατεύθυνση μουσουλμανικών σπουδών» εντός του Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.

της Οσιολ. Μοναχής  Χριστονύμφης, Καθηγουμένης  της Ι.  Μ. Αγίου  Στεφάνου  Αγίων  Μετεώρων*


Δημοσιεύουμε εδώ την επιστολή - παρέμβαση της Ιεράς Μονής Αγίου Στεφάνου Αγίων Μετεώρων προς τον Πρόεδρο του Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ. για το επίμαχο θέμα της ίδρυσης «Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών» εντός του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.). Παρόμοια επιστολή κατέθεσε και ο σεβαστός Προηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Μεγάλου Μετεώρου) Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Αναστασίου. Στο σοβαρό αυτό θέμα αναφερόμαστε και σε σχόλιό μας στις σσ. 17-18 της «Π».
Δυστυχώς, οι επιστολές-παρεμβάσεις και τα επιχειρήματα, πού ανέπτυξαν όσοι μίλησαν στις 7.3.2014 στη συνέλευση του Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ. εναντίον της πολύ επικίνδυνης πρότασης, δημιουργίας «Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών», δεν έφεραν αποτέλεσμα. Ελπίζουμε όμως να φέρει αποτέλεσμα η αντίδραση κλήρου και λαού της Θεσσαλονίκης, πού δεν θέλουν να δουν την αγιοτόκο πόλη τους και τη Θεολογική Σχολή της να μεταλλάσσονται σε κέντρα ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Η «Παρακαταθήκη» συγχαίρει ταπεινώς τόσο τη Γερόντισσα της Ι. Μ. Αγίου Στεφάνου, όσο και τον σεβαστό Προηγούμενο του Μεγάλου Μετεώρου π. Αθανάσιο, οι οποίοι ακολουθώντας την πνευματική παρακαταθήκη του Μακρυγιάννη και του πατρο-Κοσμά δίνουν πάντοτε το αγωνιστικό τους παρών στα μείζονα θέματα, πού έχουν σχέση με την εκκλησιαστική και εθνική μας ταυτότητα. Ευχόμεθα να τους μιμηθούν και άλλοι.
Ακολουθεί  η  επιστολή-παρέμβαση:


 
Ελλογιμώτατε  κύριε  Πρόεδρε,
Πρόσφατα πληροφορηθήκαμε την πρόθεση του Υπουργείου Παιδείας για την ίδρυση μιας «Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών» εντός του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Είναι πραγματικά ακατανόητη μία τέτοια πρόθεση, πού μόνο θλίψη και αγανάκτηση μπορεί να προκαλέσει στο ορθόδοξο πλήρωμα.
Όσο καλόπιστα και αν επιχειρήσει κανείς να αντιληφθεί και να κατανοήσει την αναγκαιότητα αυτής της συγκεκριμένης προθέσεως, διαπιστώνει ότι το όλο σκεπτικό της είναι αντιφατικό και κινείται πέραν πάσης λογικής. Κι αυτό γιατί ο σκοπός της νέας αυτής «Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών» είναι διαμετρικά αντίθετος με τον σκοπό μίας Ορθοδόξου Θεολογικής Σχολής.
Συγκεκριμένα, το νέο αυτό Τμήμα καλείται να καταρτίσει θεολογικά τους δασκάλους του μαθήματος των θρησκευτικών στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης. Η εκπαίδευσή τους αυτή θα στηρίζεται κυρίως στο Κοράνιο. Πώς λοιπόν να δεχθεί κανείς την αναλυτική και εξειδικευμένη διδασκαλία του Κορανίου από μια Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή; Πώς μπορεί μία Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή να παρέχει θεσμική αναγνώριση, σε κορυφαίο μάλιστα ακαδημαϊκό επίπεδο, σε πολεμίους της ορθοδόξου πίστεως και διδασκαλίας, σε  αρνητές  της  Τριαδικότητος  του  Θεού μας και υβριστές της θεότητος του Κυρίου μας Ιησού Χριστου και Σωτήρος μας; Η λειτουργία ενός Τμήματος μουσουλμανικών σπουδών στο Τμήμα Θεολογίας αποτελεί  προσβολή  για  την  ίδια  την  ιστορία  και  την  πλούσια  παράδοση  της Θεολογικής  Σχολής  του  Α.Π.Θ.  Πλήττει τον χαρακτήρα και την αποστολή της και υποβαθμίζει  το  κύρος  και  την  ποιότητά της. Ουσιαστικά με τον τρόπο αυτόν αναιρείται η ίδια η ταυτότητα και η ύπαρξη της Σχολής, η οποία είναι ταυτισμένη με τις αγιογραφικές αλήθειες και την αγιοπατερική διδασκαλία, πού επί τόσα χρόνια διακονεί. Τα στοιχεία αυτά είναι πού έχουν καταστήσει την Θεολογική Σχολή του  Α.Π.Θ.  σημείο  αναφοράς  για  όλους τους φοιτητές και μελετητές όχι μόνο στην πατρίδα μας, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Επιπρόσθετα  δε,  η  ύπαρξη  και  λειτουργία ενός τέτοιου Τμήματος προσβάλλει το θρησκευτικό συναίσθημα και την ορθόδοξη  αυτοσυνειδησία,  αλλά  και  τα δημοκρατικά  αισθήματα  του  λαού  της Θεσσαλονίκης. Προσβάλλει την ίδια την παράδοση και την αισθητική της πόλης, πού  είναι  ταυτισμένη  με  τις  βυζαντινές μνήμες,  την  ορθόδοξη  οικουμενικότητα, τους αγώνες για την ελευθερία και την δημοκρατία, τις τέχνες, τον πολιτισμό και την  ελευθερία  της  σκέψεως.  Όλα  αυτά, πού  είναι  τόσο ξένα  και  όλως  διάφορα προς  τον  φονταμενταλισμό,  την  απολυτότητα, την βιαιότητα, την εκδικητικότητα και τον σκοταδισμό πού εκπροσωπεί το ισλάμ.
Από τους εμπνευστές αυτου του ακατανόητου και αχαρακτήριστου σχεδιασμού προβάλλεται το εύκολο και χιλιοειπωμένο επιχείρημα των «εθνικών συμφερόντων», πού  επιβάλλουν  αυτή  την  επιλογή.  Ότι δηλαδή είναι εθνικά συμφέρον οι μουσουλμάνοι πού θα διδάσκουν στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης να λαμβάνουν την επιστημονική τους κατάρτιση από κάποιο επίσημο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα της Ελλάδος και όχι από θρησκευτικούς κύκλους του τουρκικού προξενείου, πού καλλιεργεί και τροφοδοτεί την τουρκική προπαγάνδα  στην  περιοχή.
Και αναρωτιόμαστε γιατί δεν επιλέγεται η απλούστατη λύση της ιδρύσεως του επίμαχου τμήματος σε ένα οποιοδήποτε άλλο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα, πού λειτουργεί στην χώρα μας και πού το γνωστικό του αντικείμενο είναι πολύ πιο κοντά στις μουσουλμανικές σπουδές (π.χ. Τμήμα Τουρκικών και Ασιατικών Σπουδών, Τμήμα Βαλκανικών και Ανατολικών Σπουδών κ.ά.) από αυτό της Ορθοδόξου Θεολογικής Σχολής με το οποίο είναι απόλυτα  αντίθετο.
Αναρωτιόμαστε, επίσης, αν οι επινοητές τέτοιων σχεδιασμών είναι τόσο «αφελείς», ώστε να πιστεύουν ότι, ιδρύοντας ένα Τμήμα μουσουλμανικών σπουδών μέσα σε μια Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή, εξασφαλίζουν τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα της πατρίδος μας. Αν είναι τόσο
«αφελείς» όσοι θεωρούν ότι αναχαιτίζεται η τουρκική προπαγάνδα ιδρύοντας ένα Τμήμα μουσουλμανικών σπουδών στην Θεσσαλονίκη, μια πόλη ορόσημο για την ιστορία της, τους συμβολισμούς της, την ορθόδοξη παράδοση και πνευματικότητά της και την καθοριστική σημασία της για τον ελληνισμό της Μακεδονίας μας, τον οποίο τόσοι «φίλοι» και γείτονες επιβουλεύονται.
Αναρωτιόμαστε αν όλοι αυτοί οι «αφελείς» είναι σε θέση να καταδείξουν έστω και μία περίπτωση, εδώ και σχεδόν έναν αιώνα από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, πού η υποχωρητικότητα και ο ενδοτισμός έναντι της Τουρκίας απέφεραν κάποιο συγκεκριμένο όφελος σε εθνικό επίπεδο. Αναρωτιόμαστε αν είναι τόσο «αφελείς» αυτοί πού απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό και στην εδραίωση του μουσουλμανικού τόξου στα Βαλκάνια «αντιτάσσουν» ένα Τμήμα μουσουλμανικών σπουδών στην καρδιά του ορθοδόξου ελληνισμού της Μακεδονίας! Αν είναι τόσο «αφελείς» αυτοί πού προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της τουρκικής επιρροής στην Θράκη μεταφέροντας, αναπαράγοντας και διασπείροντάς το και στην Θεσσαλονίκη με απρόβλεπτες συνέπειες. Δυστυχώς μια τέτοια «αφέλεια» δεν είναι μόνο παράλογη και ανεδαφική, αλλά και εθνικά επικίνδυνη.
Γι’ αυτό και είμαστε βέβαιες ότι σε καμμία περίπτωση δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή από τους Καθηγητές του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής, αλλά και συνολικά από την πανεπιστημιακή κοινότητα, την Εκκλησία, τους φορείς και τον λαό της Θεσσαλονίκης.
Μάς είναι αδιανόητη η εικόνα της Θεολογικής Σχολής της Θεσσαλονίκης παραποιημένης και αλλοιωμένης από την παράλληλη λειτουργία ενός Τμήματος μουσουλμανικών σπουδών στους κόλπους της. Μια τέτοια μεταλλαγμένη Θεολογική Σχολή, κακέκτυπο της ιστορίας και της μαρτυρίας της, μια Θεολογική Σχολή απονευρωμένη και εκφυλισμένη πνευματικά, πού θα συμφύρεται με τον φονταμενταλισμό και θα ολισθαίνει στην παρακμή και την υποβάθμιση, θα αποτελεί για τους εμπνευστές και τους αποδέκτες αυτου του σχεδιασμού όνειδος έναντι του Θεού και  της  ιστορίας.
Ευχόμαστε και προσευχόμαστε ο Πανάγαθος Τριαδικός Θεός μας, διά πρεσβειών του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και όλων των Θεσσαλονικέων Αγίων, να μην επιτρέψει την εφαρμογή μίας τέτοιας επιλογής.


*Το κείμενο συνυπογράφουν και τα 30 μέλη της Αδελφότητος.

Πηγή: Περιοδικό "ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ"  τεύχος 94 (Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2014)